- εκσπερματίζω
- (AM ἐκσπερματίζω)εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζωνεοελλ.(μέσ., -ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτισηαρχ.(για γυναίκα) συλλαμβάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκσπερματίζω — εκσπερμάτισα, εκσπερματίστηκα, εκσπερματισμένος, μτβ. 1. βγάζω σπέρμα, χύνω. 2. το μέσ., εκσπερματίζομαι παθαίνω εκσπερμάτιση στον ύπνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκσπερματιεῖ — ἐκσπερματίζω semen emitto fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκσπερματίζω semen emitto fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκσπερματώ — ( όω) (AM ἐκσπερματῶ) νεοελλ. ως μέσ. τού εκσπερματίζω αρχ. 1. μεταβάλλω, μετατρέπω σε σπέρμα 2. μέσ. (για καρπούς) αποκτώ σπόρους, σποριάζω … Dictionary of Greek
εναπερεύγω — ἐναπερεύγω (AM) ξερνώ, κάνω εμετό μέσα ή πάνω σε κάτι μσν. μέσ. ξερνώ, ξεβράζω κάποιον σ έναν τόπο αρχ. (μτφ. για ασελγή πράξη) εκσπερματίζω … Dictionary of Greek
επιθορώ — ἐπιθορῶ, όω (Α) εκσπερματίζω, βατεύω, ἐπιθόρνυμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. επιθόρννμαι «βατεύω»] … Dictionary of Greek
επιθόρνυμαι — ἐπιθόρνυμαι (Α) εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»] … Dictionary of Greek
προσαπορραίνω — Α 1. εκπέμπω υγρό σαν από κλυστήρα 2. (κυρίως για αρσενικά ζώα) εκχύνω σπέρμα, εκσπερματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπορραίνω «ραντίζω, εκχύνω»] … Dictionary of Greek
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
εκσπερματώνω — εκσπερμάτωσα, εκσπερματώθηκα, εκσπερματωμένος, μτβ., εκσπερματίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)